- υπαλλαγή
- η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ [ὑπαλλάσσω]αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγήνεοελλ.1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα τού δημιουργού στη θέση τού δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το αφηρημένο ουσιαστικό αντί τού αντίστοιχου συγκεκριμένου, αλλ. μετωνυμίαβ) σχήμα λόγου κατά το οποίο ένας επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται σε μια γενική πτώση, η οποία με τη σειρά της προσδιορίζει, ως ετερόπτωτος προσδιορισμός, ένα ουσιαστικό, είναι δυνατόν να συμφωνεί όχι με τη γενική αλλά με το ουσιαστικό από το οποίο εξαρτάται η γενική αυτή, λ.χ. θερμοί δακρύων σταλαγμοί αντί θερμών δακρύων σταλαγμοί2. (νομ.) το δικαίωμα τού οφειλέτη να υποκαταστήσει την υποχρέωσή του με άλληαρχ.1. αλλαγή («ἡ τῆς χροιᾱς ὑπαλλαγή», Γαλ.)2. (ρητ.) ανύψωση, μεγέθυνση με τη χρησιμοποίηση ισχυρότερου όρου3. σχήμα λόγου κατά το οποίο ορισμένα μέρη τής περιόδου εναλλάσσονται («ὑπαλλαγή ἐστιν ὅταν ἐπιτιμήσαντες τῷ πρώτῳ ὀνόματι ἕτερον προσλάβωμεν, οἷον: οὐκ ἔστι τοῡτο φιλανθρωπία ἀλλ' ἔρως, καί: οὐκ ὠργίζετο ἀλλ' ἐμαίνετο», Ζωναί.)4. υποθήκευση.
Dictionary of Greek. 2013.